δειπνολογία

δειπνολογία
δειπνολογίᾱ , δειπνολογία
poem on dining
fem nom/voc/acc dual
δειπνολογίᾱ , δειπνολογία
poem on dining
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δειπνολογίᾳ — δειπνολογίᾱͅ , δειπνολογία poem on dining fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνολογία — δειπνολογία, η (Α) ονομασία ποιήματος τού Αρχεστράτου με γαστρονομικό περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • δειπνολογίαν — δειπνολογίᾱν , δειπνολογία poem on dining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”